- αγκρούομαι
- ἀγκρούομαι (Α)ποιητικός τύπος τού ἀνακρούομαιβλ. ἀνακρούω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκρούομαι — ἀνακρούω push back pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικτής — μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) [μελίζω] 1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής 2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek